Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Λαοί του κόσμου...


Γιανομάνι, Βραζιλία, Βενεζουέλα
Οι Γιανομάνι (ή Γιανομάνο) είναι μια ιθαγενής φυλή που κατοικεί στο ισημερινό τροπικό δάσος, στα σύνορα Βραζιλίας-Βενεζουέλας, στις λεκάνες του Δέλτα του Ορινόκου και του...
Αμαζονίου. Πιστεύεται ότι είναι η πιο πρωτόγονη και πολιτιστικά άθικτη φυλή στον κόσμο. Τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά τους, από τις καταγραφές των ανθρωπολόγων, χρονολογούνται τουλάχιστον από το 6.000 π.Χ. Δεν έχουν ανακαλύψει τον τροχό και τα μόνα αντικείμενα από σίδερο που χρησιμοποιούν, τα έχουν αποκτήσει από ανταλλαγές και εμπόριο. Το αριθμητικό τους σύστημα περιλαμβάνει τους αριθμούς 1, 2, και πάνω από 2. Οι δραστηριότητες για την επιβίωσή τους είναι ανεξάρτητες από την οικονομία της αγοράς και βασίζονται στο κυνήγι, τη συλλογή καρπών, στην αλιεία με τη χρήση δηλητηρίων από φυτά και στη γεωργία, καλλιεργώντας μπανάνες, καλαμπόκι, μανιόκα και καπνό, σε ανοιχτά κομμάτια του δάσους. Μασούν, συχνά, τυλιγμένα φύλλα καπνού, τα οποία απελευθερώνουν ουσίες που βοηθούν στην αντίσταση κατά της κούρασης και της πείνας. Τα χωριά τους είναι κρυμμένα σε ψηλές τοποθεσίες μέσα στο δάσος, ώστε να αποφεύγουν τους κινδύνους σε περίπτωση πλημμύρας, αλλά και να γίνεται πιο δύσκολη η ανταπόδοση των επιθέσεων από τους εχθρούς. Παραδοσιακά, ένα χωριό Γιανομάνι έχει μια μεγάλη προσωρινή ξύλινη κατασκευή, τυπική οικία της φυλής, που ονομάζεται σαπόνο. Το σαπόνο είναι κυκλικό, με διάμετρο μέχρι 100 μέτρα, και μέσα σε αυτό κάθε οικογένεια έχει το δικό της χώρο. Το δάσος προσφέρει όλων των ειδών τις τροφές και τα υλικά που χρειάζονται οι Γιανομάνι. Οστά, δόντια και δέρματα ζώων χρησιμοποιούνται για την κατασκευή λεπίδων, κεφαλών βελών και δοχείων. Νήματα φυτών χρησιμεύουν για να κατασκευάζονται καλύβες, στέγες, σάκοι και αιώρες. Οι γυναίκες φτιάχνουν και διακοσμούν τα καλάθια, τα οποία μεταφέρονται με ένα λουρί γύρω από το μέτωπο. Οι Γιανομάνι, όπως και άλλες φυλές Ινδιάνων, κυνηγούν με τόξα και βέλη, και φυσοκάλαμα. Τα βελάκια για τα φυσοκάλαμα είναι εμποτισμένα με δηλητήριο που λαμβάνουν από βατράχους. Είναι πολεμοχαρής λαός και συνήθως κάνουν επιδρομές στις γειτονικές ομάδες, αν και σε καιρό ειρήνης ανταλλάσσουν δώρα και γυναίκες. Δίδεται μεγάλη σημασία στο στολισμό του σώματος, καθώς οι άνδρες βάφουν το σώμα τους και το διακοσμούν με φτερά, άνθη και φύλλα, ενώ οι γυναίκες περνούν λεπτά ξυλάκια στη μύτη, τα μάγουλα και το πηγούνι, κάνοντας επίκληση στον ιαγουάρο. Οι νεκροί αποτεφρώνονται, και κατόπιν τα οστά συλλέγονται και αλέθονται, αφού αναμειχθούν με μπανάνες, και καταναλώνονται από τους συγγενείς για να κρατήσουν τους αγαπημένους τους μαζί τους για πάντα, αλλά και να εισέλθουν στον κόσμο των θανόντων. Τα κοιτάσματα χρυσού που βρέθηκαν στην περιοχή οδήγησαν σε εισροή χρυσωρύχων που με τη σειρά τους έφεραν αρρώστιες, αλκοολισμό και βία. Η φυλή Γιανομάνι βρέθηκε σε κίνδυνο να εξαφανιστεί από τη γη εντελώς, αν και σήμερα ο αριθμός τους αυξάνεται και ήδη είναι ένας από τους πολυπληθέστερους λαούς στον Αμαζόνιο.

Βουσμάνοι, Νότιος Αφρική
Οι Βουσμάνοι, όπως αναφέρεται ο λαός των Σαν από τους Ολλανδούς, θεωρούνται ότι είναι οι πρώτοι κάτοικοι στις ημιέρημες περιοχές της Καλαχάρι στη Μποτσουάνα, στη Ναμίμπια, στην Αγκόλα και στη Νότιος Αφρική. Η γλώσσα που μιλούν είναι τα χοσαϊνικά. Από πλευράς φυσικών χαρακτηριστικών, πρόκειται για κοντό λαό, με επιδερμίδα ωχρού ανοικτού χρώματος και μαλλιά με μπούκλες. Οι γυναίκες είναι «στεατοπυγικές», δηλαδή έχουν μεγάλη λεκάνη αλλά και μεγάλη συσσώρευση λίπους γύρω από αυτήν. Μέχρι τη δεκαετία του '80, οι Βουσμάνοι συνήθιζαν να κυνηγούν και να συλλέγουν άγρια φυτά. Το κυνήγι, όπως πάντα, αποτελούσε ενασχόληση των ανδρών. Με απλό τόξο και βέλη βουτηγμένα σε θανατηφόρο δηλητήριο που παραγόταν από ισχυρή τοξίνη και λαμβανόταν από σκαθάρια, οι κυνηγοί έπιαναν μεγάλα άγρια ζώα αλλά και μικρά θηράματα. Οι γυναίκες, από την άλλη πλευρά, είναι υπεύθυνες για τη συλλογή μικρών ζώων, όπως σκαθάρια, σκουλήκια και μέλισσες, αλλά και ξύλων για τη φωτιά. Τα ευρήματά τους ανήκουν στην οικογένεια, ενώ το κυνήγι μοιράζεται στα μέλη της ομάδας. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος ηγέτης αλλά αναγνωρίζεται η εξουσία του μεγαλύτερου σε ηλικία στην ομάδα ή εκείνου με τη μεγαλύτερη εμπειρία στο κυνήγι. Παρά τις διαφορές ανάμεσα στις ομάδες, οι παραδοσιακές θρησκευτικές δοξασίες περιλαμβάνουν τη λατρεία μιας θεάς-δημιουργού που δίνει τη βροχή, αλλά κι ενός καταστρεπτικού θεού, του Γκαουάμπ, άρχοντα των πνευμάτων και των νεκρών, τον οποίο ικετεύουν με προσευχές και θυσίες για να κρατά την κακή τύχη μακριά από την ομάδα. Οι περισσότεροι Βουσμάνοι πιστεύουν ότι μετά το θάνατο η ψυχή επιστρέφει στο δημιουργό της. Βέβαια, οι νεκροί μπορούσαν να επηρεάσουν τους ζωντανούς και ειδικότερα μετά το θάνατο ενός σαμάν (μάγου-γιατρού) ανησυχούσαν μήπως το πνεύμα του γινόταν επικίνδυνο για τους ζωντανούς. Η επαφή με τα πνεύματα των νεκρών επιτυγχάνεται στη διάρκεια εκστάσεων που καταλαμβάνει τα άτομα όταν χορεύουν γύρω από τη φωτιά. Οι τελετές διαρκούν όλη τη νύχτα και όσο αυξάνεται η ένταση της μουσικής και τα χειροκροτήματα τόσο εντείνεται και η συναισθηματική φόρτιση, μέχρις ότου οι χορευτές φτάσουν σε παροξυσμό. Οι σαμάν μπορούν, επίσης, να έρχονται σε επαφή με τα πνεύματα στη διάρκεια της ύπνωσης και να τα χρησιμοποιούν για θεραπεία ασθενών ή για εκτέλεση επιβλαβούς πράξης εναντίον κάποιου. Οι Βουσμάνοι έχουν αφήσει μεγάλη κληρονομιά με τη μορφή της τέχνης των βράχων. Δεν χρησιμοποιούσαν ποτέ μπλε και πράσινο στη ζωγραφική τους, αλλά κυρίως αποχρώσεις του κόκκινου, άσπρο, μαύρο και κίτρινο. Οι περισσότερες ζωγραφιές εμπεριέχουν θρησκευτικά θέματα, και κυρίως αναπαρίστανται σαμάν σε έκσταση κατά τη διάρκεια τελετών.
Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το πού βρίσκονται και πώς μπορείτε να τους συναντήσετε, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: www.namibia-travel.net.

Πυγμαίοι, Ζαΐρ
Σήμερα, τα τροπικά δάση της κεντρικής Αφρικής είναι το σπίτι για 200.000 περίπου μέλη μιας από της πιο γνωστές φυλές ιθαγενών του κόσμου. Οι Πυγμαίοι, που από το κοντό ανάστημά τους προστέθηκε η λέξη στο λεξιλόγιό μας με τη σημασία του μικρόσωμου ανθρώπου, είναι χωρισμένοι σε διαφορετικές ομάδες, ανάλογα με την περιοχή στην οποία διαμένουν. Οι Μπούτι, που είναι και η ομάδα με το μεγαλύτερο ύψος, σπάνια ξεπερνά το 1,5 μ. σε ύψος. Η αλήθεια είναι ότι το μικρό τους ανάστημα τους επιτρέπει να κινούνται μέσα στα πυκνά δάση ταχύτερα και πιο άνετα από τους ψηλούς γείτονές τους. Ζουν σε μικρές κοινότητες 15 έως 70 ατόμων, οι οποίες είναι νομαδικές, και μετακινούνται σε διαφορετικά μέρη του δάσους πολλές φορές μέσα στο χρόνο, κουβαλώντας όλα τα υπάρχοντά τους στην πλάτη τους. Αντιλαμβάνονται το δάσος σαν τη μήτρα μιας μητέρας, ως πηγή προστασίας και διατροφής. Τους παρέχει όλα όσα χρειάζονται για την επιβίωσή τους, από υλικά για την κατασκευή των θολωτών καλυβών τους, τις οποίες καλύπτουν με φύλλα, μέχρι υλικά για τις κυνηγετικές ανάγκες τους. Μολαταύτα, πάντα είχαν σχέση με τους γειτονικούς ποιμενικούς ή γεωργικούς λαούς και αποκτούσαν γεωργικά προϊόντα, μεταλλικά εργαλεία, αλκοόλ και καπνό με το σύστημα των ανταλλαγών, ενώ υιοθετούσαν και τις γλώσσες τους. Συλλέγουν βολβούς, κάμπιες, μέλι και τερμίτες, που παρέχουν το 70% της διατροφής τους, και αυτό είναι έργο των γυναικών, ενώ έργο των ανδρών αποτελεί το κυνήγι, που παρέχει το υπόλοιπο 30% της διατροφής τους. Πριν το κυνήγι, εκτελούνται εξευμενιστικές και εξαγνιστικές τελετές με το άναμμα τελετουργικής φωτιάς. Η μουσική και ο χορός αποτελούν μέρος της καθημερινής τους ζωής, καθώς τα τραγούδια συνδέονται με σημαντικά γεγονότα, όπως το κυνήγι, το γάμο ή τη γέννηση, αλλά και με καθημερινές καταστάσεις, όπως τη συλλογή τροφής, την τακτοποίηση της οικίας ή τα απογεύματα γύρω από τη φωτιά. Όσον αφορά στην επικοινωνία, εκτός από τις γλώσσες μπαντού που γνωρίζουν για να συνεννοούνται με τους γείτονές τους, έχουν και μια δική τους «γλώσσα». Αυτή εκφράζεται με τραγούδι χωρίς λόγια, αλλά με μεμονωμένους ήχους και κραυγές που ταιριάζουν με μια βασική μελωδία που ακούγεται από τον τραγουδιστή. Το τραγούδι, επομένως, είναι ένα μέσο έκφρασης της μυστικής γλώσσας του δάσους. Με αυτή τη γλώσσα, οι Πυγμαίοι επικοινωνούν με τα πνεύματα του δάσους και τους ζητούν να είναι γενναιόδωρα.
Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το πού βρίσκονται και πώς μπορείτε να τους συναντήσετε, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: www.pygmies.info.

Bάντσο, Ινδία (Αρουναχάλ Πραντές)
Οι Βάντσο, παρακλάδι της φυλής Νάγκα, μετανάστευσαν από τη βόρεια Ταϊλάνδη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή Τιράπ, στο Αρουναχάλ Πραντές, τον 15ο αιώνα. Γνωστοί για την επιθετική τους φύση και το έθιμο του κυνηγιού ανθρώπινων κεφαλιών, οργάνωναν εκστρατείες για να αποκτούν μακάβρια τρόπαια, προκειμένου να αυξάνουν τη γονιμότητα των αγρών τους. Χάρη στη βρετανική αντίθεση αλλά και το έργο των ιεραποστόλων, αυτό το έθιμο σταμάτησε περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Σήμερα υπάρχουν περίπου 30.000 Βάντσο που μιλούν τη θιβετοβιρμανική γλώσσα και δραστηριοποιούνται στις εκ περιτροπής καλλιέργειες, με βάση την αποψίλωση και το κάψιμο. Μάλιστα, οι χριστιανοί ιεραπόστολοι βοήθησαν τη φυλή, καθώς πλέον καλλιεργούν -εκτός από ρύζι- ντομάτες, πατάτες, πιπεριές και ταπιόκα. Η οικογένεια αποτελεί τη βασική κοινωνική οντότητα και περιλαμβάνει γονείς και παιδιά. Ο πρωτότοκος γιος έχει τα δικαιώματα της περιουσίας και όταν παντρευτεί παραμένει στο σπίτι, ενώ οι άλλοι γιοι, όταν παντρευτούν, είναι υποχρεωμένοι να φτιάξουν δικά τους σπίτια. Η παραδοσιακή θρησκεία των Βάντσο βασιζόταν σε ένα ζεύγος υπέρτατων θεών, του Ρανγκ (του αγαθού δημιουργού) και του αδελφού του, Μπάου Ρανγκ (του μοχθηρού καταστροφέα). Το κλασικό μοτίβο καλού-κακού αλλά και η αιώνια μάχη των δύο θεών διατηρούσε την ισορροπία. Οι πιστοί μπορούσαν να ενισχύσουν τη σχέση τους με τον καλό θεό Ρανγκ κάνοντας θυσίες σε αυτόν, αλλά και να εξευμενίσουν τον Μπάου Ρανγκ με περισσότερα θύματα. Το τατουάζ παίζει σημαντικό ρόλο στη φυλή Βάντσο. Σύμφωνα με την παράδοση, ο άντρας κάνει τατουάζ στα άκρα του και σε ολόκληρο το πρόσωπό του ενώ οι γυναίκες έχουν πολύ λίγα τατουάζ αλλά φορούν πολλά κολιέ και κοσμήματα. Όπως και στις περισσότερες γειτονικές φυλές, τα σπίτια τους είναι χτισμένα από μπαμπού και ξύλο και οι σκεπές είναι καλυμμένες με στεγνά φύλλα. Η καλύβα του άνδρα έχει μεγάλη σπουδαιότητα καθώς τα νεαρά αγόρια εγκαταλείπουν τις οικογένειές τους για να ζήσουν ομαδικά με άλλους νέους, όπου μαθαίνουν τις φυλετικές παραδόσεις κάτω από αυστηρή πειθαρχία. Σήμερα, οι περισσότεροι Βάντσο είναι χριστιανοί και τα μόνα υπολείμματα της επιθετικής περιόδου τους είναι τα υφαντά σε ζωηρά χρώματα και σχέδια και η παραγωγή καλυμμάτων κεφαλής στολισμένων με χρωματιστά φτερά και χαυλιόδοντες.
Για περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με το πού βρίσκονται και πώς μπορείτε να τους συναντήσετε, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: www.arunachaltourism.com.

Γιάλι, Νέα Γουινέα (Ίριαν Τζάγια)
Οι περίπου 30.000 εκπρόσωποι της φυλής των Γιάλι ζουν σε βουνά στα νότια και βόρεια της οροσειράς Τζαγιαβιζάγια. Η θερμοκρασία στην περιοχή κυμαίνεται στους 20-30ºC την ημέρα και 10-15ºC τη νύχτα. Η ευρύτερη περιοχή της κοιλάδας Baliem κατοικείται κυρίως από τρεις φυλές: τους Γιάλι, τους Ντάνι και τους Λάνι. Οι Γιάλι έχουν ίδια γλώσσα με τους Ντάνι και μοιάζουν αρκετά. Και οι δύο φυλές δεν φορούν ρούχα εκτός από ένα ιδιαίτερο κάλυμμα γύρω από τους μηρούς. Οι Γιάλι όμως είναι κοντύτεροι και πιο καθαροί από τους Ντάνι. Η οικονομία και η επιβίωσή τους βασίζεται στην περιοδική γεωργία, το κυνήγι, τη συλλογή καρπών και την εκτροφή χοίρων. Τα εργαλεία των Γιάλι δεν έχουν αλλάξει εδώ και χιλιάδες χρόνια. Κοφτερές πέτρες δεμένες σε ξύλο για τσεκούρι, σάκοι που κουβαλιούνται με ένα λουρί από το μέτωπο, μεγάλα και βαριά τόξα, και βέλη ειδικά φτιαγμένα για κάθε περίσταση (μακριά και επίπεδα για μεγάλα ζώα, μικρά για πουλιά και μαύρα με εγκοπές για τη διευθέτηση διαφυλετικών ταραχών).
Όπως και σε άλλες ομάδες στη Νέα Γουινέα, υπάρχει διαχωρισμός ρόλων ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες. Οι άνδρες είναι υπεύθυνοι για το κυνήγι, τον πόλεμο, την καλλιέργεια της γης και την κατασκευή οικιών, ενώ οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά, καλλιεργούν λαχανικά, συλλέγουν τις σοδειές και μαζεύουν ξύλα και φρούτα από το δάσος. Τα αρσενικά παιδιά μεγαλώνουν σε γυναικείο περιβάλλον μέχρι να ενηλικιωθούν, οπότε και τους επιτρέπεται να εισέλθουν στην «οικία των ανδρών». Οι Γιάλι είναι συνεχώς μπλεγμένοι σε διαφυλετικό και ενδοφυλετικό πόλεμο. Αυτός δεν διεξάγεται με σκοπό εδαφικές κατακτήσεις, αλλά προκαλείται από την ανάγκη ανταπόδοσης προσβολών. Περιλαμβάνει βεντέτες αίματος και τελετουργικό κανιβαλισμό των σωμάτων των φονευθέντων εχθρών.
Οι μάχες διεξάγονται από μικρές ομάδες με την τακτική του «ανταρτοπόλεμου», κατά την οποία οι επιτιθέμενοι πλησιάζουν ταχύτατα και αιφνιδιαστικά, ρίχνουν τα βέλη σαν βροχή και κατόπιν κυνηγούν τους επιζώντες. Οι περίοδοι των μαχών εναλλάσσονται με περιόδους κατάπαυσης του πυρός. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, τα δύο μέρη συμφιλιώνονται στη διάρκεια ειρηνικών τελετών που συνοδεύονται από χορούς και θυσίες χοίρων. Κάθε χρόνο, Αύγουστο με Σεπτέμβριο, διεξάγεται το φεστιβάλ της Κοιλάδας Baliem. Για τους επισκέπτες είναι καλή ευκαιρία να γνωρίσουν από κοντά τις φυλές που κατοικούν εκεί -χωρίς να τους επισκεφθούν τόσο βαθιά στα εδάφη τους- καθώς συγκεντρώνονται όλες εκεί, φέρνοντας και αντικείμενα παραδοσιακής τέχνης. Παράλληλα, θα μπορέσετε να δείτε και τις διαφορές μεταξύ των τριών βασικών φυλών της περιοχής, ειδικότερα όσον αφορά στην ενδυμασία τους.

Xούλι, Παπούα Νέα Γουινέα
Οι Χούλι ζουν στα υψίπεδα της ανατολικής Νέας Γουινέας (Παπούα Νέα Γουινέα) και η διαβίωσή τους βασίζεται στην περιοδική γεωργία, την εκτροφή χοίρων, στο κυνήγι και τη συλλογή καρπών από το δάσος. Η περιοχή ήταν σχεδόν απροσπέλαστη έως το 1940, οπότε και οι αεροπορικές πτήσεις επέτρεψαν στους Δυτικούς να εισέλθουν στις βαλτώδεις ακτές και τις ορεινές περιοχές. Συμβαδίζοντας με τα έθιμα άλλων μελανησιακών φυλών, οι Χούλι ασκούν την πρακτική της χωριστής κατοικίας μεταξύ ανδρών και γυναικών και του διαχωρισμού του ρόλου και των εργασιακών καθηκόντων. Οι γυναίκες φροντίζουν τα παιδιά και τους λαχανόκηπους και βοηθούνται από τις κόρες τους στην εκτροφή των χοίρων. Τα αρσενικά παιδιά εγκαταλείπουν το σπίτι της μητέρας σε ηλικία 9-10 ετών για να ζήσουν με τον πατέρα τους και την κοινότητα των αρρένων. Από τη στιγμή εκείνη δεν τρώνε τροφή μαγειρεμένη από τις γυναίκες και εκπαιδεύονται από τον πατέρα τους να καλλιεργούν, να κυνηγούν, να πολεμούν στα πεδία των μαχών και να σέβονται και να υπακούουν τους μεγαλύτερους. Οι Χούλι πιστεύουν σε πολλά πνεύματα (Ντάμια), τα οποία κατοικούν στον ουρανό, στους ποταμούς και στα βουνά και ασκούν έλεγχο στη γη, το κλίμα, τη γονιμότητα του εδάφους και στα οικόσιτα ζώα. Τα πνεύματα προκαλούν προβλήματα και φέρνουν ασθένειες αλλά μπορεί κανείς και να ωφεληθεί από τις δυνάμεις τους. Επίσης, οι Χούλι πιστεύουν ότι οι γυναίκες διαθέτουν μια ορισμένη δύναμη που ονομάζεται «τόμια» και μπορεί να προκαλέσει ασθένειες ή ακόμα και το θάνατο. Η αρνητική τους δύναμη είναι παρούσα ιδιαιτέρως στο εμμηνορροϊκό αίμα και έχει πανίσχυρη επίδραση στους άντρες, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να ασκούν τελετουργικές πρακτικές και τεχνικές για να υπερασπίζονται τους εαυτούς τους. Αν θελήσετε να χαιρετήσετε έναν Χούλι της Νέας Γουινέας, να έχετε υπόψη ότι η δυτική χειραψία υιοθετήθηκε πολύ πρόσφατα από τους ιθαγενείς. Ο παραδοσιακός χαιρετισμός γίνεται προτάσσοντας, ο ένας, λυγισμένο το δείκτη των δακτύλων του, τον οποίο ο άλλος πιάνει δυνατά ανάμεσα στο δείκτη και τα μεσαία του δάχτυλα. Τότε, τραβώντας και οι δύο απότομα τα χέρια τους ακούγεται ένας σύντομος ήχος από την απομάκρυνση των δακτύλων. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται εκ του αντιθέτου.

travelstyle.gr


 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...